κουκούλιο

κουκούλιο
το (ΑM κουκούλιον, Μ και κουκούλλιον)
βλ. κουκούλι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κουκούλι — Βλ. λ. βόμβυκας. * * * και κουκούλιο, το (ΑM κουκούλιον, Μ και κουκούλλιον) 1. κάλυμμα τού κεφαλιού, κουκούλα, κεφαλόδεσμος 2. (στο Βυζάντιο) (ο τ. κουκούλιο[ν]) ειδική ονομασία τού προοιμίου τών κοντακίων νεοελλ. 1. μαλακή θήκη που παράγεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”